- πρήσσων
- πράσσωpass throughpres part act masc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
κατεικάζω — (Α) 1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.) 2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.) 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω… … Dictionary of Greek